-
1 κατ-ανθρακόω
κατ-ανθρακόω, dasselbe; Aesch. im med., στέγην πυρώσω καὶ κατανϑρακώσομαι frg. 265; pass. verkohlen, verbrennen, σῶμα φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνϑ ρακωμένον Soph. El. 58; vgl. Eur. Cycl. 659.
См. также в других словарях:
κατανθρακώ — κατανθρακῶ, όω (Α) μεταβάλλω εντελώς σε άνθρακα με την καύση, απανθρακώνω, «κάνω κάρβουνο» (α. «στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι», Αισχύλ. β. «δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον», Σοφ.) … Dictionary of Greek